ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Ἀπὸ τότε ποὺ βασιλεύει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχει σταματήσει κάθε δαιμονικὴ λατρεία καὶ κάθε τυραννία τῶν εἰδώλων ἔχει καταπατηθῆ.
Ὅμως τὴν ἐποχὴ ποὺ ἦταν βασιλεὺς τῶν Ρωμαίων ὀ ἀσεβὴς Σεβῆρος καὶ ο Λούκιος εἶχε περιβληθῆ τὴν ἐξουσία τοῦ δούκα, ποὺ συνέβαινε νὰ κατοικῆ στὴν Μικρὰ Ἀσία, τὰ τελευταῖα χρόνια τοῦ 2ου μ.Χ. αἰῶνα, ἐπικρατοῦσε φοβερὸς διωγμὸς ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Εἶχαν σταλῆ βασιλικὰ διατάγματα στὸν ἀχρεῖο αὐτὸν δούκα ποὺ ἐπέβαλλαν πολύτροπες τιμωρίες, ἀκόμη καὶ τὸν θάνατο, σὲ ὅσους δὲν ἐπείθονταν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν εὐσεβῆ πίστι τοῦ Χριστοῦ.
Τήν ἲδια ἀκριβῶς περίοδο ὑπῆρχε κάποιος ἱερεὺς στὴν Μαγνησία, πόλι ὀνομαστὴ ἀνάμεσα στις πὸλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ποὺ ὠνομαζόταν Χαραλάμπης[1] . Ἧταν προχωρημένης ἡλικίας, γιατὶ εἶχε ζήσει πάνω ἀπό ἑκατὸ χρόνια, ὃμως ὡς πρὸς τὴν πίστι του στὸν Χριστὸ καὶ τὴν εὐσέβεια ἀποδεικνυόταν νεαρὸς καὶ ἀκμαῖος. Καὶ αὐτὸ γιατὶ δὲν προτιμοῦσε, ὃπως ἒκαναν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, νὰ κρύβεται ἀπό φόβο πρὸς τοὺς ἂρχοντες καὶ τὰ ἀνυπόφορα βασανιστήρια. Ἀντίθετα μάλιστα μὲ θάρρος ἐδίδασκε τὴν εὐσέβεια σὲ αὐτοὺς ποὺ ἦταν ὑποδουλωμένοι στὴν εἰδωλολατρία, ἐνῶ γιὰ τοὺς πιστοὺς κατώρθωνε μὲ κάθε τρόπο νὰ προάγεται καὶ νὰ αὐξάνη ἡ ἀγάπη τους πρὸς τὸν Χριστό.
Αὐτὸς λοιπὸν ἐδίδασκε τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας καὶ ἒλεγε: «’Ὁ δικός μου βασιλεύς, Ἰησοῦς Χριστός, ἀπέστειλε στὸν κὸσμο μὲ τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς ἀποστόλους καὶ διὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὸ φῶς του, ὣστε ὃλοι νὰ ἀκοῦν τὸ ἃγιον κήρυγμα καὶ νὰ παραμένουν σταθεροὶ στὴν ὁδὸ τῆς δικαιοσύνης. Ὁ Σεβῆρος ὃμως ὁ βασιλεὺς στέλνει γραπτὲς ἐντολὲς γήινες, σκληρὲς καὶ ψευδεῖς, νὰ θυσιάζουν δηλαδὴ στὰ ἂψυχα εἲδωλα καὶ νὰ ὁδηγοῦν τὶς ψυχὲς στὸν θάνατο. Ὃμως μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ὁ ἐχθρὸς τρέπεται σὲ φυγή, ὁ δράκων (ὁ διάβολος) ἒχει καταπατηθῆ, ἡ ἀπιστία δαμάζεται καὶ μεταβάλλεται σὲ πίστι, καὶ ἡ νοσηρὰ φαντασία δὲν ἐνεργεῖ πλέον. Γι’αὐτὸ πρέπει μᾶλλον νὰ πείθεσθε μὲ τὴν βοήθειά του στοὺς λόγους του ποὺ ἒχουν κηρυχθῆ δημόσια καὶ ποὺ ὁδηγοῦν στὴν αἰώνια ζωή, παρὰ σὲ πλανεμένους μύθους ποὺ ὁδηγοῦν στὸν θάνατο».
Ὃταν ὁ Λούκιος πληροφορήθηκε ὃλα τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Χαραλάμπη, διέταξε ἀμέσως νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ ἀνακριτικό του βῆμα. Ἐκεῖ μπροστὰ ὁ ἀνόητος δούκας στὴν ἀρχὴ βέβαια τοῦ φερὸταν κολακευτικὰ λέγοντας: «Γέροντα, θυσίασε στοὺς ἀθανάτους θεοὺς σκεπτόμενος ἀνάλογα μὲ τὰ εὐπρεπῆ σου γηρατειά». Καθὼς ὃμως τὸν ἒβλεπε νὰ θεωρῆ ἀνόητα αὐτὰ ποὺ τοῦ πρότεινε, ἂλλαξε τρόπο καὶ τὸν ἀπειλοῦσε μὲ ἀνυπόφορα βασανιστήρια. Ὁ μάρτυς ὃμως τοῦ ἀπάντησε: «Μόλις κατάλαβες τὸ συμφέρον καὶ τὸ σωτήριο γιὰ μένα, γιατὶ τίποτε δὲν θεωρῶ γλυκύτερο ἀπὸ τὰ βασανιστήρια ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Μὴ προσπαθῆς νὰ μὲ δελεάσης, ἀλλὰ φέρε, ὃσο πιὸ γρήγορα γίνεται, σὲ αὐτὸ τὸ γηραλέο μου σῶμα αὐτὰ ποὺ θεωρεῖς ὡς τὰ πιὸ ἀνυπόφορα βασανιστήρια, γιὰ νὰ μάθης καλὰ ἀπὸ αὐτὸ τὴν ἀκαταμάχητη δύναμι τοῦ Χριστοῦ μου».
Τότε ὁ μιαρὸς ἡγεμόνας τοῦ εἶπε: «Μὴ λογαριάζης μὲ τὸ νοῦ σου ὃτι μὲ τὰ λόγια ποὺ σοῦ ἒχουν χαρισθῆ θὰ γλιτώσεις τὴν τιμωρία σου, γέροντα, ἀλλὰ δέξου τὴν συμβουλὴ μου καὶ ἀποφάσισε μὲ καθαρὸ φρόνημα νὰ θυσιάσης στοὺς θεοὺς γιὰ νὰ μὴν ἀποκαλύψουμε τὰ βασανιστήρια ποὺ εἶναι ἂγνωστα μέχρι τώρα». Ὁ δὲ Χαραλάμπης ἀπάντησε: «Ἐὰν δὲν κάνουμε ὁλοφάνερα τὰ κρυφὰ βασανιστήρια, δὲν θὰ μπορὲσουμε νὰ ἀξιωθοῦμε τὰ ἀόρατα ἀγαθά, ποὺ ὃμως βρίσκονται ἢδη μπροστά μας· δὲν θυσιάζω στοὺς δαίμονες. Γνωρίζετε ὃτι οἱ δαίμονες, τοὺς ὁποίους ἐσεῖς σέβεσθε, τρέμουν μπροστὰ στὰ σύμβολα τοῦ σταυροῦ, ὃπως ἒχει λεχθῆ. Οἱ δαίμονες φρίττουν καὶ τρέμουν τὴν δύναμι τοῦ σταυροῦ».
Ταράχθηκαν, λοιπόν, οἱ ἂρχοντες ἀπὸ τὶς ἒξοχες ἀπαντήσεις τοῦ δικαίου ἀνδρὸς καὶ δίνουν ἐντολὴ νὰ βγάλουν τὴν ἁγίαν του στολὴ καὶ τὸ πετραχήλι του. Ἒτσι, ἀφοῦ τὸν ἐγύμνωσαν, καταδικάζουν τὸν ἱερὸν αὐτὸν ἂνδρα, τὸν θεόφρονα καὶ ἰσάγγελο, σὲ βασανιστήρια.
Ὁ δὲ Ἃγιος μὲ ὑψηλὸ φρόνημα καὶ μὲ πολὺ μεγάλη πίστι, γεμᾶτος ἀπὸ ἀγάπη, ὑπέμενε τὶς τρικυμίες τῶν βασανιστηρίων σὰν ἓνα καλάμι ποὺ κτυπιέται ἀπὸ κάθε εἲδους ἀνέμους.
Ὁ βασανισμός του ἣταν ὡς ἐξῆς: Ταλαιπωρήθηκε πρῶτα μὲ σφοδρότατα μαστιγώματα. Μετὰ πῆραν οἱ ὑπηρέτες σιδερένια νύχια καὶ τὸν καταξέσχιζαν ἀπὸ τὸ δέρμα τῆς κεφαλῆς μέχρι τὰ νύχια τῶν ποδῶν του. Ὁ μάρτυς ὃμως, μολονότι ἐσπαράσσετο σὲ ὃλο του τὸ σῶμα, ἒλεγε πρὸς τοὺς βασανιστές του: «Σᾶς εὐχαριστῶ, ἀδελφοί μου, διότι μοῦ ἀνακαινίζετε τὸ σῶμα καὶ διεγείρετε τὸν λογισμό μου πρὸς τὰ αἰώνια ἀγαθά, τὰ ὁποῖα βέβαια ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γι’αὐτοὺς ποὺ τὸν ἒχουν ἀγαπήσει[2] . Διότι σπορέας εἶναι ὁ Θεὸς καὶ σπόροι οἱ λόγοι του[3] .»
Οἱ βασανιστές, λοιπόν, γεμᾶτοι ἒκπληξι ἀπὸ τὴν καρτερία τοῦ μάρτυρος ἒλεγαν πρὸς τοὺς ἂρχοντες: «Μήπως αὐτὸς εἶναι ὁ ὀνομαζόμενος ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς Χριστός, καὶ προσπαθεῖ νὰ μᾶς παρασύρη μὲ σκοπὸ νὰ προσελκύση μὲ τὰ θαύματά του ὃλην τὴν Μικρὰ Ἀσία ἀπὸ τὴν ὁποίαν κατάγεται; Διότι ὁρίστε, τὰ βασανιστικά μας ὂργανα δὲν εἶναι πλέον ἀποτελεσματικά, τὰ χέρια μας ἒχουν χάσει τὴν δύναμί τους. Τὰ σιδερένα νύχια, μὲ τὰ ὁποῖα πληγώνουμε τὴν σάρκα του ποὺ εἶναι πιὸ άνθεκτικὴ καὶ ἀπὸ τὰ σίδερα, ἐκύρτωσαν, ἐνῶ τὸ σῶμα του παραμένει ἂθραυστο καὶ ὑγιές».
Ὁ ἡγεμόνας ὃμως ἐγέμισε ἀπὸ θυμό, ἐπιπλήττει τοὺς στρατιῶτες καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τοὺς ἀναγκάζει νὰ αὐξήσουν τὶς τιμωρίες εἰς βάρος τοῦ Ἁγίου.
Ὁ δὲ δούκας ἐπειδὴ εἶδε τοὺς βασανιστὲς ἐξασθενημένους ἐντελῶς, παρακινημένος ἀπὸ τὸν δαίμονα ἃρπαξε μὲ τὰ ἲδια τὰ χέρια του τὸ ὂργανο αὐτὸ μὲ τὰ σιδερένια νύχια. Ἒσκυψε πάνω ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου καὶ προσπαθοῦσε νὰ καταπληγώση τὸν ἱερέα τοῦ Χριστοῦ καὶ μάρτυρα, κραυγάζοντας πρὸς αὐτόν: «Μὴ νομίσης ὃτι μὲ τὶς μαγεῖες σου θὰ κάμψεις καὶ μένα, Χαράλαμπες».
Ὃμως ἡ θεία δίκη τιμώρησε ἀμέσως τὸν Λούκιο. Τὰ χέρια του, μὲ τὰ σιδερένια νύχια ἀκόμη σὲ αὐτά, ἀποκόπηκαν ἀπὸ τοὺς ἀγκῶνες καὶ κρεμάστηκαν ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος. Ἒπεσε, λοιπόν, κάτω ὁ δούκας χωρὶς χέρια καὶ ταπεινωμένος ἐφώναξε: «Ὁ ἀνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἀπατεώνας, βοήθησέ με, ἡγεμόνα».
Ὁ ἡγεμόνας ἒτρεξε καὶ εἶδε τὰ χέρια τοῦ δούκα νὰ εἶναι κρεμασμένα πάνω στὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος. Ἀμέσως ἒπτυσε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου καὶ τὴν ἲδια στιγμὴ στρεβλώθηκε τὸ κεφάλι του καὶ γύρισε πρὸς τὰ πίσω, ἐνῶ πρὸς τὰ πίσω πλέον φαινόταν καὶ τὸ στόμα του.
Φοβήθηκαν πολὺ ὃλοι οἱ κάτοικοι τῆς Μαγνησίας καὶ παρακάλεσαν τὸν δίκαιο λέγοντας: «Ἂφησε τὴν ὀργή σου, προσπάθησε νὰ ὑποχωρήση ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου, γιατὶ αὐτὴ ἡ ἐντολὴ σοῦ ἒχει δοθῆ, νὰ μὴν ἀνταποδίδης τὸ κακὸ μὲ κακό[4] ». Ὁ δὲ Χαραλάμπης ἀπάντησε: «Εἶναι ζωντανὸς Κύριος ὁ Θεός, διότι δὲν ὑπάρχει δόλος στὴν γλῶσσα μου[5] . Ὃμως αὐτὸ νὰ ξέρετε ὃτι ὁ Χριστὸς ἐτιμώρησε μὲν τοὺς κακοὺς ἂρχοντας, σὲ μᾶς ὃμως θὰ χαρίσει τήν αἱώνια ζωή». Τότε φώναξαν δυνατὰ καὶ ἒλεγαν: «Μὴ μᾶς καταστρέψεις Κύριε, ὃσοι ἒχουμε ἀμαρτήσει. Ὁ Θεός μας, συμφιλιώσου μαζί μας. Μόλις τώρα, Κύριε, ἐτιμώρησες τοὺς ἂρχοντες γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσης στὸ φῶς καὶ νὰ μᾶς καταστήσης ἂξιους τῆς ἐπουρανίου ζωῆς».
Ἢδη πολὺς κόσμος ἐπίστευε στὸν Χριστό. Ὁ ἲδιος δὲ ὁ δούκας ὑποφέροντας ἀπὸ σφοδροὺς πόνους παρακαλοῦσε τὸν Ἃγιο λέγοντας: «Ἂγγελε τοῦ Θεοῦ καὶ ἂνθρωπε τοῦ Κυρίου, βοήθησέ με ποὺ ὑποφέρω. Νά, τὰ χέρια μου εἶναι ἀκόμη φορτίο ἐπάνω σου. Τώρα, λοιπόν, καὶ σὺ ἀπομάκρυνε τὰ βασανιστήριά σου καὶ χάρισέ μου αὐτὸ ποὺ μοῦ λείπει, γιὰ νὰ γλιτώσης καὶ σὺ ἀπὸ τὶς μέριμνες κι ἐγὼ ἀπὸ τοὺς πόνους τοῦ σώματος. Ἂν συμβεῖ αὐτό, βέβαια θὰ πιστεύσω στὸν Θεόν σου». Ἀμέσως λοιπόν, προσευχήθηκε ὁ μακάριος πρὸς τὸν Κύριο καὶ τότε οἱ ἂρχοντες πίστευσαν στὸν Χριστὸ καὶ ἀποκαταστάθηκαν ὑγιεῖς, ὃπως ἦταν πρὶν, μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ δικαίου.
Ἒτσι ὁ δούκας ἐπίστευσε καὶ βαπτίσθηκε. Ἒπειδὴ λοιπὸν προσῆλθε στὸν Χριστό, γι’αὐτὸ σταμάτησε ὁ ἡγεμόνας τὴν ἐξέτασι τοῦ μάρτυρα, μέχρις ὃτου παρουσιαστῆ στὸν βασιλέα, ὃπως εἶπε.
Τότε ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία προσέρχονταν ὃλοι στὸν μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ πιστεύοντας καὶ ἐδιδάσκοντο τὸν λόγο τῆς άληθείας. Ἐξωμολογοῦντο τὶς ἁμαρτίες τους γιὰ νὰ συγχωρεθοῦν. Ἒφερναν στὸν Ἃγιο αὐτοὺς ποὺ ὑπέφεραν άπὸ ποικίλες ἀσθένειες καὶ τοὺς ἒπαιρναν πίσω ὑγιεῖς, θεραπευμένους καὶ στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή. Ἐπὶ πλέον ἒβλεπαν ὂχι λίγους νεκρούς, μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἀγίου, νὰ ἀνασταίνονται, δὲν ὑπῆρχε πάθος ἢ άρρώστεια ποὺ νὰ μὴν ἐξαφανίζονταν μὲ τὴν προσευχή του. Ἀκόμη καὶ αὐτὰ τὰ παμπόνηρα πνεύματα, ποὺ ἑνωχλοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὴν προσταγὴ τοῦ Ἁγίου ἒφευγαν.
Ὁ ἡγεμόνας ὓστερα ἀπ’ ὃλα αὐτὰ ἐνημέρωσε τὸν βασιλέα γιὰ ὃσα εἰπώθηκαν λέγοντας: «Σὲ παρακαλῶ, βασιλεῦ, δὲν ξέρω τί νὰ πῶ ἢ τί νὰ μιλήσω ἢ τί νὰ σκεφθῶ. Παρουσιάστηκε κάποιος ἂνθρωπος ἀπὸ τὴν ἀγέλη τῶν Γαλιλαίων (τῶν χριστιανῶν) καὶ πῆρε μὲ τὸ μέρος του ὃλους τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τοὺς θεούς. Προσποιήθηκε ὃτι προσεύχεται καὶ μᾶς ἐθεράπευσε. Μετὰ τὴν ἀπατηλὴ αὐτὴ εύεργεσία ὁ Λούκιος βέβαια ἐπίστευσε στὸν Χριστό, καθὼς καὶ ὃλη ἡ Μαγνησία πρόσφερε τὸν λαό της στὴν θρησκεία ἐκείνη. Ὃμως ἐγὼ, μετὰ ποὺ γλίτωσα, ἒσπευσα νὰ σοῦ τὰ ἀναγγείλω».
Ὃταν ὁ βασιλεὺς ἂκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ταράχτηκε πάρα πολὺ καὶ γεμᾶτος ὀργὴ εἶπε: «Αἰώνιοι θεοί, γιατὶ ἀδρανεῖτε, ἐνῶ οἱ ἀσεβεῖς φλυαροῦν πάνω στὴν γῆ;». Ἀμέσως, λοιπόν, ἀπέστειλε τριακοσίους στρατιῶτες ποὺ εἶχαν μέσα τους κάθε ἀπανθρωπιά, ποὺ μισοῦσαν τοὺς άδελφούς τους καὶ ποὺ ὡς ἐκλεκτοὶ ὑπηρέτες τοῦ διαβόλου ἀρέσκονταν νὰ προκαλοῦν καταστροφή, σὲ αὐτοὺς ἒδωσε ἐντολὴ νὰ φέρουν τὸν Ἃγιο σιδηροδέσμιο ἀπὸ τὴν Μαγνησία στὴν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας, διότι ἐκεῖ διέμενε ὁ ἀσεβὴς βασιλεύς, ἀφοῦ προηγουμένως τὸν κατατρυπήσουν σὲ ὃλο του τὸ σῶμα μὲ μακριὰ καὶ κοφτερὰ καρφιά.
Ἦρθαν, λοιπόν, οἱ σκληρότατοι ὑπηρέτες τοῦ βασιλέως στὴν Μικρὰ Ἀσία, καὶ συνέλαβαν τὸν ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἒμπηξαν τὰ καρφιὰ σὲ ὃλο του τὸ σῶμα, τὸν ἒδεσαν ἀπὸ τὴν μακριὰ γενειάδα του και μὲ τὸν τρὸπο αὐτὸ ἒσερναν τὸν μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ.
Ὃταν προχώρησαν δεκαπέντε στάδια (περίπου τρία χιλιόμετρα) πραγματοποίησε καθ’ ὁδόν κάποιο θαῦμα ὁ Θεός, γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ μάρτυς προτίμησε νὰ ὑποφέρη. Κάποιο, δηλαδή, ἀπὸ τὰ ἂλογα, πάνω στὰ οποῖα κάθονταν αὐτοὶ ποὺ μετέφεραν τὸν Ἂγιο, παρουσιάστηκε νὰ μιλᾶ μὲ ἀνθρώπινη φωνὴ καὶ ἒλεγε: «Τριακόσιοι στρατιῶτες καὶ τρισκατάρατοι ὑπηρέτες τοῦ διαβόλου, δὲν βλέπετε τὸν Θεὸ νὰ εἶναι μαζὶ του καὶ τὸν Χριστὸ νὰ τὸν συντροφεύη, ἀλλὰ καὶ τὸ Ἃγιο Πνεῦμα νὰ εἶναι μέσα του; Γιατὶ τὸ κάνετε αὐτὸ σκληροτράχηλοι; Λῦστε αὐτὸν ποὺ δεν μπορεῖτε νὰ τὸν δεσμεύσετε, γιὰ νὰ λυθῆτε ἐσεῖς ποὺ εἶστε στὰ δεσμά».
Τότε οἱ στρατιῶτες πῆραν ἓνα καλὸ μάθημα ἐξ αἰτίας τῆς φωνῆς τοῦ ἀλόγου, καὶ φοβήθηκαν πάρα πολύ. Ὃμως, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ βασιλέως, ὁδηγοῦσαν σέρνοντας τὸν μάρτυρα στὴν Ἀντιόχεια.
Ὁ διάβολος ὃμως ποὺ μετασχημάτισε τὸν ἑαυτό του παίρνοντας τὴν μορφὴ γέροντος, παρουσιάζεται στὸν βασιλέα καὶ τοῦ λέει: «Ἀλλοίμονον, βασιλεῦ, ἐγὼ εἶμαι ὁ βασιλεὺς τῶν Σκυθῶν. Ἦρθε, λοιπόν στὴν πατρίδα μου κάποιος ἂνθρωπος ποὺ ὠνομαζόταν Χαραλάμπης. Αὐτὸς εἶναι μάγος καὶ μὲ τὶς μαγεῖες του ἀπομάκρυνε ὃλη τὴν στρατιωτική μου ἀκολουθία ἀπὸ μένα, ἐπὶ πλέον δὲ ὃλος ὁ λαὸς ἐπίστευσε σὲ αὐτόν. Ἒτσι βρέθηκα ἀπογυμνωμένος καὶ ἦλθα νὰ σοῦ τὸ ἀναγγείλω γιὰ νὰ μὴ συμβῆ τὸ ἲδιο καὶ σὲ ἐσένα».
Ὁ βασιλεὺς χτύπησε τὰ χέρια του (ἀπὸ ἀμηχανία), ἐνῶ οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ ἀνήγγειλαν τῆν ἂφιξι τοῦ Χαραλάμπους. Τότε ὁ βασιλεύς, παρακινούμενος ἀπὸ τὸν διἀβολο, μόλις εἶδε τὸν μακάριο δεμένον ἀπὸ τὴν γενειάδα καὶ πολὺ ἐξαντλημένο, χωρὶς νὰ τοῦ δώση τὸ λόγο, οὒτε κἂν νὰ τὸν ρωτήση κάτι ἒστω ἀσήμαντο, ἒδωσε ἐντολὴ νὰ μπήξουν στὸ στῆθος του βέλος μήκους τριῶν πήχεων. Ὃταν δὲ μπήχθηκε τὸ βέλος, ἒδωσε ὁ βασιλεὺς ἂλλη ἐντολὴ στοὺς ὑπηρέτες του: «Φέρτε ξύλα καὶ ἀνάψτε τα μὲ προσανάματα, ὣστε, ἀφοῦ καῆ ὁ γέροντας καὶ διαμελιστῆ, νὰ φτάση τὸ γρηγορώτερο στὸν ἃδη γιὰ νὰ μὴν ἀπογυμνώση καὶ μὲνα μὲ τὸν ἲδιο τρόπο (τῆς μαγείας), ὃπως ἒπραξε καὶ μὲ τὸν βασιλέα τῶν Σκυθῶν».
Ἀμέσως οἱ ὑπηρέτες μάζεψαν τὰ ξύλα καὶ ἂναψαν φωτιά. Ἐκείνη τήν στιγμὴ κάποια γυναίκα θέλοντας νὰ ἱκανοποιήση τὸν βασιλέα καὶ νὰ λυπήση τὸν μάρτυρα, μάζεψε στάχτη ἀπὸ τὴ φωτιὰ στὸ φόρεμά της καὶ τὴν σκόρπισε πάνω στὴν κεφαλή, στὸ πρόσωπο καὶ τὴ γενειάδα τοῦ μάρτυρος λέγοντας, ὡς προκαταρκτικὸ στοιχεῖο τῆς θυσίας: «Ἀπόθνησκε, γέροντα, γιατὶ εἶναι εὐκολώτερο νὰ πεθάνης ἐσὺ καὶ νὰ μὴ σκανδαλίζης ἐμᾶς».
Ἡ γυναίκα αὐτὴ ἦταν παλλακίδα τοῦ βασιλέως. Ἡ ἀδελφὴ ὃμως τῆς γυναίκας του τῆς εἶπε: «Οὒτε ἐσύ, ἐλεεινή, φοβᾶσαι τὸν Θεό; Κάνεις τὸ θέλημα τοῦ Σεβήρου καὶ γι’ αὐτὸ ἐξοργίζεις τὸν Θεό. Ἂν ὁ Θεὸς ὃμως ἐξοργιστῆ μαζί σου, ἀσφαλῶς ὁ Σεβῆρος δὲν θὰ μπορέση νὰ σὲ ὠφελήση». Μετὰ ἡ γυναίκα αὐτὴ στρἀφηκε στὸν μάρτυρα καὶ τοῦ εἶπε: «Ἂνθρωπε τοῦ Θεοῦ, τὸ γῆρας σου εἶναι ἂξιον τιμῆς, ὁ Θεὸς σὲ προστατεύει. Γνωρίζω ὃτι θὰ πιστέψω καὶ θὰ λυτρωθῶ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου». Ἒτσι μίλησε αὐτὴ καὶ ἀμέσως ὁ Ἃγιος παραδίδεται στὰ βασανιστήρια.
Μολονότι τὰ ξύλα καίγονταν καὶ ἡ φωτιὰ εἶχε μεγαλώσει ὁ μακάριος ἀνανεωνόταν. Ἀλλὰ μετὰ ἡ φωτιὰ ἂρχισε νὰ σβήνη καὶ οἱ ὑπηρέτες ἂρχισαν καὶ αὐτοὶ νὰ ἐξαντλοῦνται. Γι’ αὐτὸ δίνει ἐντολὴ ὁ βασιλεύς: «Νὰ λυθῆ ἀπὸ τὰ δεσμά του ὁ ἀνθρωπος καὶ νὰ ἀπολογηθῆ ἐνώπιόν μου».
Ὃταν πλησίασε ὁ ἃγιος μάρτυρας, ὁ βασιλεὺς τοῦ λέγει: «Ἂνθρωπε, τὸ πρωὶ εἶχα ἐξοργιστῆ ἐπειδὴ μοῦ μίλησε ἒτσι ὁ βασιλεὺς τῶν Σκυθῶν, καὶ παρασύρθηκα νὰ σὲ ταπεινώσω. Τώρα ὃμως ἠρέμησα καὶ θεωρῶ τιμή μου τὴν ἐξέτασι αὐτή. Ἀπάντησέ μου ὃμως σὲ αὐτὰ ποὺ σὲ ἐρωτῶ: Πόσα εἶναι τὰ χρόνια τῆς ζωῆς σου;». Ὁ δὲ Χαραλάμπης ἀπάντησε: «Πέρασα πολλὰ χρόνια ζώντας ἀπερίσκεπτα. Ἐὰν ὃμως θέλης νὰ μάθης μὲ ἀκρίβεια, τὰ χρόνια τῆς ζωῆς μου εἶναι ἑκατόν δέκα τρία». Ὁ δὲ βασιλεὺς Σεβῆρος πρόσθεσε: «Καὶ μέσα στὰ τόσα χρόνια ποὺ ἒζησες, πῶς δὲν ἒμαθες καὶ δὲν ἀνεκάλυψες τοὺς αἰώνιους θεούς;». Ὁ δὲ Χαραλάμπης ἒδωσε τὴν ἀπάντησι: «Ζώντας περισσότερα ἀπὸ τὰ κανονικὰ χρόνια καὶ ἀποκτώντας σύνεσι, ἀνεκάλυψα καὶ πίστευσα στὸν Χριστό». Ὁ βασιλεὺς δὲ ξαναρωτᾶ: «Νυμφεύθηκες γυναίκα ἢ ὂχι;». Ὁ δὲ Χαράλαμπης λέγει: «Συνεζεύχθηκα τῆν ἐπουράνια νύμφη ἐννοῶ την βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Γυναίκα ὃμως γήινη δὲν γνωρίζω».
Ὁ βασιλεὺς, Σεβῆρος λοιπόν, συνέχισε νὰ ρωτᾶ: «Μοῦ δίνεις τὴν ἐντύπωση πὼς καὶ νεκρὸν μπορεῖς νὰ ἀναστήσης;». Τότε ὁ Χαραλάμπης ἀπάντησε: «Τὸ κατόρθωμα αὐτὸ γίνεται ὂχι μὲ τὴν δύναμι τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ τοῦ Χριστοῦ». Ὁ δὲ βασιλεὺς τοῦ εἶπε: «Στάσου ἐδῶ μπροστά μου». Ἀμέσως δὲ μὲ νεῦμα τοῦ ἒφεραν ἐκεῖ κάποιον ἂνθρωπο δαιμονισμένο, ὁ ὁποῖος ἐπὶ τριάντα πέντε χρόνια ἦταν δεμένος ἀπὸ τὸν δαίμονα. Αὐτὸν πολλές φορὲς ὁ δαίμονας τὸν ἒριψε σὲ λίμνη ἀλλὰ καὶ σὲ γκρεμοὺς[6] ἐπιδιώκοντας νὰ τὸν σκοτώση.
Ὃταν ἦρθε κοντά του ὁ ἀνθρωπος αὐτός, ὠσφράνθηκε ὁ δαίμονας, ποὺ ἦταν μέσα του, τὴν εὐωδία τοῦ δικαίου καὶ εἶπε: «Σὲ παρακαλῶ, δοῦλε τοῦ Θεοῦ, μὴ μὲ καταστρέψης πρὶν ἀπὸ τὴν ὡρισμένη ὣρα. Δῶσε ἐντολὴ καὶ ἐγὼ θὰ μιλήσω μὲ ποιὸν τρόπο κυρίευσα τὸν ἂνθρωπο αὐτόν[7] ». Ὁ δὲ Ἃγιος τοῦ εἶπε: «Μίλησε», καὶ ὁ δαίμονας συνέχισε: «Αὐτὸς σκέφτηκε νὰ κλέψη τὴν περιουσία τοῦ πλησίον του καὶ συλλογίστηκε· ἐὰν δὲν σκοτώσω πρῶτα τὸν κληρονόμο, δὲν θὰ μπορέσω νὰ ἁρπάξω τὴν περιουσία του. Τὸν βρῆκα, λοιπόν, νὰ ἀσχολῆται μὲ τὸ θέμα αὐτὸ καὶ εἰσῆλθα μέσα του ὲδῶ καὶ τριάντα πέντε χρόνια». Τότε ὁ Ἃγιος πρόσταξε τὸν δαίμονα νὰ βγῆ ἀπὸ τὸν ἂνθρωπο χωρὶς νὰ τὸν βλάψη καθὸλου.
Ὃταν ὁ ἂνθρωπος σωφρονίστηκε, ἐθαύμασε ὁ βασιλεὺς καὶ εἶπε: «Ἀληθῶς, μέγας εἶναι ὁ βασιλεὺς τῶν χριστιανῶν».
Ὓστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, ὃταν πέθανε κάποιο νέο παιδί, ὁ βασιλεὺς διέταξε νὰ σταματήσουν τὴν νεκρικὴ κλίνη, πάνω στὴν ὁποία ἦταν ξαπλωμένος ὁ νεκρός, καὶ νὰ φέρουν τὸν μάρτυρα πρὸς αὐτόν. Τοῦ λέει, λοιπόν: «Αὐτὸν τὸν ἐφύλαξα γιὰ σένα γιὰ νὰ προσευχηθῆς πρὸς τὸν Θεόν σου καὶ νὰ ἀναστηθῆ. Ἂν ἀναστήσης τὸν νεκρὸν αὐτόν, Χαράλαμπες, θὰ σὲ θεωρήσω σπουδαῖον καὶ ἂξιον θαυμασμοῦ». Πράγματι, ὁ θαυμάσιος μάρτυς μὲ τὴν προσευχή του ἀνέστησε τὸν νεκρό.
Πολλοὶ ἂνθρωποι ἀπὸ τοὺς συγκεντρωμένους ἐκεῖ προσῆλθαν στὸν Χριστὸ καὶ τὸν ὡμολογοῦσαν δημόσια ἀληθινὸ Θεό, ὂχι ὃμως καὶ ὁ βασιλεύς. Γιατί, καθὼς ἦταν ἒκθαμβος, τὸν πλησίασε ὁ Κρίσπος ὁ ἒπαρχος καὶ τοῦ εἶπε: «Σκότωσε αὐτὸν τὸν ἂνθρωπο, εἶναι μάγος καὶ μὲ τὶς μαγεῖες του τὰ κάνει αὐτά». Ἒτσι ἂλλαξε τὶς διαθέσεις του ὁ βασιλεὺς καὶ προέτρεπε τὸν Ἃγιο λέγοντας: «Θυσίασε, Χαράλαμπες, στοὺς θεοὺς γιὰ νὰ γλιτώσης ἀπὸ τὰ ἀνθρωποκτόνα βασανιστήρια ποὺ σὲ περιμένουν». Ἀλλὰ ὁ Χαραλάμπης τοῦ ἀπάντησε: «Περισσότερο μὲ ὠφελοῦν τὰ βασανιστήρια. Ὃσο κομματιάζεται τὸ σῶμα μου ἀπὸ τὰ μαρτύρια, τόσο περισσότερο εὐφραίνεται ἡ ψυχή μου».
Θύμωσε ὁ βασιλεὺς καὶ διέταξε νὰ κτυπήσουν μὲ πέτρες τὶς σιαγόνες του, ἐνῶ οἱ ὑπηρέτες τὸν προέτρεπαν: «Ἂκουσε τὶς προτροπὲς τοῦ βασιλέως καὶ μὴ χαθῆς ἂδικα». Ἐπὶ πλέον διέταξε ὁ βασιλεὺς τοὺς ὑπηρέτες του νὰ πάρουν λαμπάδες καὶ νὰ τὶς προσεγγίσουν στὴν γενειάδα του, ὣστε ἀφοῦ τὸν τυλίξει ἡ φωτιὰ νὰ καταστρέψη ἐντελῶς τὰ μάτια του. Ἀκόμη ἐξέφρασε βλάσφημα λόγια ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, σὲ αὐτὸ δὲ συνέπραττε καὶ ὁ ἒπαρχος.
Οἱ ὑπηρέτες πῆραν τὶς ἀναμμένες λαμπάδες καὶ ἒβαλαν φωτιὰ στὴν γενειάδα καὶ τὰ μάτια του. Ὃμως ἡ φλόγα ὲκτινάχθηκε καὶ κατέκαυσε ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες περίπου ἑβδομήντα ἂνδρες.
Συγκλονίστηκε ὁ βασιλεὺς καὶ εἶπε: «Καλὰ μοῦ εἶπε ὁ βασιλεὺς τῶν Σκυθῶν ὃτι εἶναι μάγος καὶ μπορεῖ νὰ σοῦ ἀφαιρέση τοὺς στρατιῶτες». Ἀπευθύνθηκε μετὰ στοὺς ἂρχοντές του: «Δὲν μοῦ λέτε, τί εἶναι ὁ Χριστός;». Τοῦ ἀπάντησε ὁ Κρίσπος ὁ ἒπαρχος ὃτι εἶναι παιδὶ τῆς Μαρίας καὶ ὃτι γεννήθηκε ἀπὸ πορνεία. Κάποιος ὃμως Ἀρίσταρχος διαμαρτυρήθηκε λέγοντας: «Μὴ μιλᾶς ἀνόητα, γιατὶ ἐσὺ ἀπὸ ποῦ γνωρίζεις τὰ μυστήρια ὲκεῖνα; Τί γνωρίζεις ποιὰ ἦταν ἡ Μαρία καὶ ποιὸς ἦταν ὁ Χριστὸς;». Ὁ δὲ Κρίσπος τοῦ εἶπε: «Διάβολε, σκέφτεσαι καλύτερα ἀπὸ μένα;». Τέλος ὁ Ἀρίσταρχος τοῦ ἀπάντησε πὼς τοῦ μίλησε μὲ θάρρος καὶ πὼς ἡ φρόνησί του ἦταν πάνω ἀπὸ ἐκεῖνον. Παρενέβηκε ὃμως ὁ βασιλεὺς καὶ εἶπε: «Κακὴ κεφαλὴ, μιλᾶς ἐναντίον μου;». Ὁ δὲ Ἀρίσταρχος ἀπάντησε: «Καθὸλου, βασιλεῦ, οὒτε ἐναντίον σου, οὒτε ἐναντίον κανενὸς ἂλλου, ἀλλὰ ὁμιλῶ ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ».
Στὴ συνέχεια ὁ βασιλεύς, βράζοντας ἀπὸ θυμό, σήκωσε τὰ ὃπλα του καὶ πορεύεται νὰ πολεμήση μὲ τὰ βέλη του τὸν οὐρανό. Κοίταξε ψηλὰ στὸν ἀέρα καὶ φώναξε. «Χριστέ, ἐμπρός, ἐὰν ὑπάρχης ἐκεῖ ἐπάνω, ἒλα καὶ στρατοπέδευσε στὴν γῆ. Ἢδη παρατάσσομαι ἀπέναντί σου γιὰ νὰ σὲ πολεμήσω· θὰ σοῦ ἀντισταθῶ μὲ μεγάλη δύναμι. Ἒλα κάτω κοντά μου. Νά, θὰ καταρρίψω τὸν οὐρανὸ καὶ θὰ σβήσω τὸν ἣλιο γιὰ νὰ σὲ κυριεύσω».
Ἐπακολούθησε μεγάλος σεισμὸς καὶ ἐπεκράτησε πολὺς φόβος. Συγκλονίστηκε ὃλη ἡ γύρω περιοχή, ἐνῶ ὑποβαλλόταν σὲ φοβερὴ δοκιμασία ὁ Κρίσπος μαζὶ μὲ τὸν βασιλέα, διότι ὠργίστηκε ὁ Κύριος στὸν οὐρανὸ καὶ ἀγανάκτησε. Ταρακουνήθηκε ἡ γῆ σὰν τὸ φύλλο. Ἐπὶ πλέον ἀκουγόταν φωνὴ ἀγγέλων μέσα ἀπὸ τὴν καταιγίδα καὶ τὰ νέφη, ἐνῶ ταυτόχρονα ἐκδηλώνονταν σεισμοί, φόβητρα ἀλλὰ καὶ ἀστραπὲς καὶ βροντές. Μέσα σὲ ὃλα ἀνυψώθηκε ὁ βασιλεὺς ἀπὸ τὸν θρόνο του καὶ φαινὸταν νὰ κρέμεται μετέωρος στὸν ἀέρα μαζὶ μὲ τὸν Κρίσπο τὸν ἒπαρχο, βασανιζόμενος ἐπὶ πολὺ χρόνο ἀπὸ ἀγγέλους, ποὺ δὲν φαίνονταν βέβαια.
Τότε καταφθάνει ἡ Γαλήνη, ἡ θυγατέρα τοῦ βασιλέως, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν πατέρα της καὶ τοῦ λέγει: «Πατέρα μου, κανεὶς δὲν παρατάσσεται ἐνάντια στὸν Θεό, διότι αὐτὸς εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν χριστιανῶν καὶ ὁ ὂλεθρος τῶν εἰδωλολατρῶν. Πίστευσε στὸν Κύριο καὶ θὰ λυτρωθῆς. Αὐτὸς ποῦ σὲ αἰχμαλώτισε, αὐτὸς καὶ θὰ σὲ ἐλευθερώσει. Ὁ Χριστὸς ποὺ σὲ ὑπέταξε εἶναι αἰώνιος».
Μετὰ ἒπεσε ἡ μακαρία Γαλήνη στὰ γόνατα τοῦ μάρτυρος καὶ τὸν παρακαλοῦσε: «Σὲ ἱκετεύω, δοῦλε τοῦ Θεοῦ, παρακάλεσε τὸν Χριστὸ καὶ λύτρωσε τὸν πατέρα μου, καὶ ἂν αὐτὸς πιστεύση, στὸν ἀληθινὸ Θεό, θὰ λυτρωθοῦμε· ἐὰν ὃμως ὂχι, θὰ σὲ ὁδηγήση στὸν θάνατο».
Προσευχήθηκε ὁ μακάριος καὶ ἒπαυσε ὃλη ἡ ἀγανάκτησι τοῦ Θεοῦ. Ἒτσι κατέβηκε ἀπὸ ἐκεῖ ψηλὰ ὁ βασιλεὺς μαζὶ μὲ τὸν ἒπαρχο.
Μετὰ εἶπεν ὁ βασιλεύς: «Κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ δημιουργὲ τῆς γῆς, ἐλέησέ με. Σὺ ποὺ κατοικεῖς στοὺς οὐρανούς, ἐπίσκεψε τὴν οἰκουμένη». Στὴ συνέχεια ὁ βασιλεὺς πῆγε μαζὶ μὲ τὸν ἒπαρχο καὶ τὴ συνοδεία του στὸ παλάτι καὶ παρέμεινε μέσα σὲ αὐτὸ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες, γιατὶ ἒνιωθε τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ.
Εἶδε ἡ θυγατέρα τοῦ βασιλέως ὃραμα καὶ περιγράφει τὸ ἀκατάληπτο αὐτὸ γεγονὸς στὸν Ἃγιο λέγοντας: «Καθὼς στεκόμουν, λέει, μπροστὰ σὲ ὓδατα πολλά, ξαφνικὰ παρουσιάστηκε ἓνας κήπος γεμᾶτος ἀπὸ κάθε εἲδους ἀρωματικὰ δέντρα. Ἐκεῖ, στὸ μέσον τοῦ παραδείσου ἐκείνου, ὑπῆρχε ἀμπελώνας καὶ μέσα σὲ αὐτὸν κέδρος ὑψηλός. Γύρω άπὸ τὶς ρίζες τοῦ δέντρου αὐτοῦ ὑπῆρχε πηγή, ἐνῶ ὁ φύλακας τοῦ τόπου αὐτοῦ ἦταν αὐστηρὸς καὶ δὲν ἂφηνε κανέναν νὰ μπῆ μέσα. Ξαφνικὰ τὸ πνεῦμα μου φέρνει τὸν πατέρα μου καὶ τὸν ἒπαρχο Κρίσπο στὸ περιβόλι. Ἀλλὰ ὁ φύλακας τοῦ τόπου ἒστειλε πύρινη ράβδο γιὰ νὰ τοὺς σκοτώση. Ἐγὼ κυριεύθηκα ἀπὸ μεγάλο φόβο. Εἶχα πάντως τὴν ἐπιθυμία νὰ μπῶ στὸν κῆπο καὶ ὁ φύλακας μοῦ εἶπε: «Ἒλα πάνω στοὺς ὢμους μου καὶ ἐγὼ θὰ σὲ φέρω μέσα μὲ τὴν τιμὴ ποὺ πρέπει».
Ἒτσι μπῆκα μέσα μὲ τιμὲς καὶ βρέθηκα στὴν μέση τοῦ ἀμπελῶνα, μέσα στὸν κῆπο καὶ κάτω ἀπὸ τὴν κέδρο, φυσικὰ καὶ κοντὰ στὴν πηγὴ ποὺ ἒτρεχε. Μετὰ ἂκουσα κάποια φωνὴ ποὺ μοῦ ἒλεγε: «Σὲ σένα καὶ τοὺς ὁμοίους σου ἒχει δοθῆ ἡ σκηνὴ αὐτή». Αὐτὰ εἶναι ποὺ εἶδα. Σὲ παρακαλῶ γνώρισέ μου τὴν ἐξήγηση τοῦ φαινομένου».
Ὁ δὲ Ἃγιος Χαραλάμπης ἀπάντησε: «Ἡ εξήγησι τοῦ ὁνείρου εἶναι ἡ ἐξῆς: Ἡ ἀφθονία τῶν ὑδάτων εἶναι ἡ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ κῆπος εἶναι ὁ τόπος τῶν δικαίων, ποὺ χαρίζεται σὲ σένα. Ἡ ἂμπελος σημαίνει τὴν ρίζα τῶν δικαίων. Ἡ ὑψηλὴ κέδρος συμβολίζει τὴν ὑπέροχη δόξα τῶν ἀγγέλων, ἐνῶ ἡ πηγὴ τὴν σοφία τῆς δοξολογίας. Τὰ εὐωδιαστὰ δένδρα εἶναι οἱ παρεμβολὲς τῶν ἀγγέλων. Αὐτὸς ποὺ σὲ σήκωσε στοὺς ὢμους του, ὁ φύλακας δηλαδὴ τοῦ τόπου, εἶναι ὁ ἲδιος ὁ Κύριος, ὁ Χριστός, αὐτὸς ποὺ ἂφησε τὰ ἐνενήντα ἐννέα πρόβατα πάνω στὰ βουνά, καὶ ἦρθε νὰ βρῆ τὸ χαμένο[8] . Ἡ ἀπομπομπὴ τοῦ πατέρα σου σημαίνει ὃτι αὐτός, ἐνῶ στὴν ἀρχὴ θὰ εὐχαριστήση τὸν Θεὸν γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ βάσανα καὶ ὁ ἒπαρχος θὰ τὸν καταριέται μὲ πολλὲς κατάρες, τελικὰ ὁ πατὲρας σου θὰ ἀλλάξη γνὼμη μὲ τὴν ὑποκίνησι τοῦ σατανᾶ καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήση σὲ νέα βασανιστήρια. Ἰδοὺ λοιπόν, θυγατέρα τοῦ βασιλέως, ἂκουσες πολλά».
Ὁ Ἃγιος τοὺς ἀπάλλαξε βέβαια μὲ τὴν προσευχή του ἀπὸ τὸ μαρτύριό τους, ὂχι ὃμως καὶ ἀπὸ τὴν μωρία τους. Ὁ βασιλεὺς, δηλαδή, παρακινούμενος ἀπὸ τὸν σατανὰ διέταξε νὰ προσαχθῆ ὁ μάρτυρας ὓστερα ἀπὸ τριάντα ἡμέρες καὶ τοὺ εἶπε: «Χαράλαμπες, ἂκουσε τὰ λόγια μου καὶ πράξε ἔργον ὑπακοῆς, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐαυτό σου νὰ τιμήσης». Ὁ δὲ Χαραλάμπης τοῦ ἀπάντησε: «Δὲν ἐπιτρέπεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ νὰ μεταστρέφεται ἀπὸ τυραννικὲς προτροπὲς τῶν ἀρχόντων, γιατὶ πραγματικὰ οἱ ἐντολές σου εἶναι πικρὲς καὶ δὲν μὲ πείθουν».
Ἐξωργίστηκε ὁ βασιλεὺς καὶ τοῦ εἶπε: «Κακὴ κεφαλή, ἀποκαλεῖς τὰ λόγια μου πικρά;». Διέταξε, λοιπόν, νὰ τεθῆ φίμωτρο στὸ στόμα τοῦ μάρτυρος καὶ νὰ σύρεται σὲ ὃλη τὴν πόλι.
Ὁ μακάριος ὃμως, ἐνῶ διεπομπεύετο, προσευχόταν λέγοντας: «Δέσποτα ὁ Θεός μου, Σὺ ποὺ ἐξέτεινες τὸν οὐρανὸ μὲ σοφία καὶ μὲ τὴν σύνεσί σου ἐθεμελίωσες τὴν γῆ[9] · Σὺ ποὺ μὲ τὴν θεϊκή σου οἰκονομία ἒπλασες τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν τίμησες μὲ τὴν εἰκόνα σου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος· ἐπίβλεψε πάνω σὲ αὐτὴν τὴν παραφροσύνη καὶ τὶς ἀπειλὲς τοῦ ἂρχοντος, διότι γιὰ τὸ ὂνομά σου ἀξιώνομαι νὰ ὑποφέρω αὐτά».
Ἀκολούθως παρουσιάστηκε ἡ Γαλήνη, ἡ θυγατέρα τοῦ βασιλέως, τὸ ἀγαθὸ αὐτὸ πραγματικὰ βλάστημα ἀπὸ ἀνάξια ρίζα, πρὸς τὸν πατέρα της καὶ τοῦ εἶπε: «Γιατὶ τὸ ἒκανες αὐτό, πατέρα; Γιατὶ καταδικάζεις δίκαιους; Γιατὶ ἐπλέγεις τὶς μεθόδους τοῦ διαβόλου καὶ ἒτσι ἐγκαταλείπεις τὰ καλὰ καὶ ἐπιλέγεις τὰ κακά; Γιατὶ δείχνεις φροντίδα πρὸς τὸν θάνατο καὶ καταστρέφεις τὴν ζωή; Γιατὶ ρίχνεις τὴν ὁργὴ τῶν ἀρχόντων πάνω στὸν δοῦλο τοῦ Χριστοῦ; Ἒλα πατέρα μου, ἂκουσε τὴν φωνή μου, καὶ μὲ ὃποιον τρόπο μαζεύεις τὶς συμφορές, καλύτερα νὰ συλλέγης τὰ ἀγαθά. Διότι αὐτὸς ποὺ σπέρνει συμφορές, συμφορὲς καὶ θὰ θερίσει, καὶ αυτὸς ποὺ σπέρνει μὲ ἀφθονία, θὰ θερίσει ἂφθονα ἀγαθά[10] . Ποιὸ εἶναι τὸ κέρδος σου; Ὃταν ἢσουν μετέωρος, ὡμολόγησες τὸν Θεόν, ὃταν ὃμως κατέβηκες ἀπὸ ψηλὰ ποὺ ἣσουν, τὸν ἀρνήθηκες. Πολλοί, ὃταν ὑφίστανται διάφορους παιδεμούς, θυμοῦνται τὸν Θεόν, ἐνῶ ὃταν λυτρωθοῦν ἀπὸ αὐτούς, λησμονοῦν τὸν Θεόν.
Αὐτὰ ὃταν τὰ ἂκουσε ὁ βασιλεὺς μὲ προσοχή, δὲν ὠφελήθηκε καθόλου, μᾶλλον διάλεξε χειρότερο τρόπο γιατὶ οὐσιαστικὰ ἐπέμενε νὰ πολεμᾶ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἐπιβάλη στὴν θυγατέρα του νὰ θυσιάση στοὺς ψεύτικους, γι’αὐτὸ τῆς εἶπε: «Θυσίασε στοὺς θεούς, Γαλήνη». Αύτὴ ὃμως θέλοντας νὰ συνετίση τὸν πατέρα της ἀπάντησε: «Ἐπειδὴ μὲ προτρέπεις ἐσὺ, ὁ πατέρας μου, θα πραγματοποιήσω τὸ θέλημά σου». Χάρηκε, ὁ βασιλεὺς μὲ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ καὶ ἒδωσε ἐντολή: «Νὰ ἀπολυθῆ, λοιπόν, ὁ Χαραλάμπης, διότι τὸ κοριτσάκι μου θυσιάζει στοὺς θεούς».
Μόλις ἐλευθερώθηκε ὁ ἃγιος Χαραλάμπης τοῦ εἶπε ὁ βασιλεύς: «Ὁρίστε, συμφώνησε ἡ Γαλήνη, ἡ θυγατέρα μου, νὰ θυσιάση στοὺς θεούς. Ἒλα καὶ ἐσύ, Χαράλαμπες, κάνε μαζί της αύτὸ ποὺ ποθοῦμε». Ὁ Ἃγιος ὃμως δὲν άπάντησε στὰ λόγια αὐτὰ. Ὁ βασιλεὺς ὡστόσο θεωρώντας τὴν σιωπή του ὡς συγκατάθεσι, ἒδωσε ἐντολὲς νὰ ἐτοιμαστοῦν τὰ σχετικὰ μὲ τὴν θυσία.
Στὴ συνέχεια πηγαίνει ἡ θυγατέρα τοῦ βασιλέως πρὸς τὸν ναὸ τοῦ Δία καὶ τοῦ Ἀπόλλωνα καὶ λέγει στοὺς ἱερεῖς: «Ἡ εὒνοια τῶν θεῶν μὲ ὁδηγεῖ νὰ εὐχηθῶ εἰς αύτοὺς γιὰ μένα, γιὰ νὰ σωθῶ μετανοὼντας. Διότι, ἐπειδὴ ἐπίστευσα στὸν Χριστό, ἀμάρτησα ἐνώπιον τῶν θεῶν». Ἀνεφώνησαν ἀπὸ χαρὰ οἱ ἱερεῖς καὶ εἶπαν: «Ὁ μέγας Δίας καὶ ὁ κραταιὸς Ἀπόλλωνας, οἱ δημιουργοὶ τοῦ οὐρανοῦ, οἱ κύριοι τῶν κυρίων, ὑποδεχθῆτε τὴν δέσποινα Γαλήνη, γιὰ χάρι δὲ τοὺ βασιλέως Σεβήρου, νὰ εἶστε εὐμενεῖς πρὸς αὐτήν».
Ἡ δὲ μακαριωτάτη Γαλήνη ρώτησε τοὺς ἱερεῖς: «Ποιὸν θεὸν νὰ ἀρχίσω πρώτα νὰ ρίχνω κάτω; Τὸν Δία, τὸν Ἡρακλῆ ἣ τὸν Ἀπόλλωνα;». Οἱ δὲ ἱερεῖς τὴν παρακαλοῦν: «Μὴ πράξης τίποτε, μήπως ἐξοργίσης τοὺς σωτῆρες μας, γιατὶ θὰ ρίξουν κάτω τὸν οὐρανὸ καὶ θὰ καταστρέψουν τὴν γῆ».
Ἀλλὰ ἡ μακαρία Γαλήνη ἂγγισε μὲ τὰ χέρια της τὸν Δία (τὸ ξόανό του) καὶ τοῦ εἶπε: «Ἂν καὶ εἶσαι θεός, πῶς δὲν κατάλαβες ὃτι ἦρθα ἐδῶ γιὰ νὰ σὲ συντρίψω;». Τὸν ἒπιασε, λοιπόν, καὶ τὸν ἒρριξε κάτω. Αὺτὸς καθὼς ἒπεσε , ἒσπασε σὲ τρία κομμάτια. Μετὰ ἒπιασε τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐμπρὸς, γέροντα κυρτωμένε (ἲσως αὐτὸ τὸ σχήμα νὰ εἶχε τὸ ξόανο), πέσε στὸ ἒδαφος τῆς γῆς, γιὰ νὰ μάθουν ὃλοι τὴν σαθρότητά σας. Μιὰ ποὺ εἶστε στάχτη, τραβᾶτε στὸν ἃδη».
Μετὰ τὴν καταστροφὴ τῶν εἰδώλων οἱ ἱερεῖς ἒσπευσαν γρήγορα στὸν βασιλέα καὶ τοῦ εἶπαν: «Κύριε βασιλεῦ, χάθηκε ἡ ἐλπίδα μας, τώρα θὰ σβηστῆ ὁ ἣλιος καὶ θὰ χαθῆ ὁ κόσμος, γιατὶ οἱ θεοί ἒχουν πεθάνει». Ὁ δὲ βασιλεὺς τοὺς ἐρωτᾶ: «Τί λόγια εἶναι αὐτὰ;». Οἱ ψευτοϊερεῖς τοῦ ἀπαντοῦν: «Ἡ Γαλήνη, ἡ θυγατέρα σου, τοὺς κατακομμάτιασε».
Ὁ βασιλεὺς ὃμως τοὺς συμβουλεύει: «Κάντε σὰν νὰ μὴ μοῦ εἲπατε τίποτε. Φέρτε ὃμως ἐδῶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας πενήντα τεχνίτες. Ἀφοῦ δὲ τοὺς κατασκευάσετε πάλι, βάλτε τους στὴν παλιά τους θέσι καὶ πεῖτε: Οἱ θεοὶ προσποιὴθηκαν πὼς τάχα ἒγιναν κομμάτια, ἀλλὰ νά, βρίσκονται μέσα στὸν ναὸ ἂθραυστοι. Ἐὰν βέβαια πληροφορηθοῦν τὰ συμβάντα οἱ Γαλιλαῖοι (οἱ χριστιανοί), θὰ γελάσουν μαζί μας, θὰ μᾶς κοροϊδέψουν. Ὃπως δηλαδὴ ἐμεῖς δὲν πιστεύουμε ὃτι ὁ Χριστὸς φαινομενικὰ ἀπὲθανε, ἒτσι κι ἐκεῖνοι δὲν θὰ πιστέψουν ὃτι οἱ θεοὶ (τὰ ξόανα) κομματιάστηκαν». Ἒφεραν, λοιπόν, μέσα στὸν ναὸ πενήντα τεχνίτες, ἀνακατασκεύσαν τοὺς θεοὺς καὶ ἒβαλαν τὰ ξόανα πάλι στὴν θέσι τους.
Πρωὶ πρωὶ πῆγαν στὴν θυγατέρα τοῦ βασιλέως καὶ τῆς εἶπαν νὰ πάη στὸν ναὸ νὰ δῆ τὴν ἀνάστασι τῶν θεῶν. Ἡ μακαρία Γαλήνη ὃμως τοὺς ἀπάντησε: «Ἀλήθεια; Ἀναστήθηκαν οἱ θεοί; Θα τοὺς δῶ». Μπῆκε, λοιπόν στὸν ναό, εἶδε τὰ ἀνακατασκευασμένα ξόανα καὶ τοὺς εἶπε πὼς μεγάλο θαῦμα βλέπει αὐτή. Οἱ δὲ ἱερεῖς συμφωνοῦν καὶ λένε: «Μεγάλο θαῦμα, χθὲς ἐξευτελίσθησαν, σήμερα ὃμως ἀπολαμβάνουν μεγαλύτερη τιμὴ καὶ δόξα ὑπέρλαμπρη».
Ἡ Γαλήνη ὃμως τοὺς ἀπαντᾶ μὲ τὴν σειρά της λέγοντας πὼς δὲν ἒχει κανένα δισταγμὸ νὰ συντρίψη τοὺς νεώτερους θεούς, καὶ πρόσθεσε: «’Εσὺ λέγω, Δία, ἀφοῦ ἀναστήθηκες ἀπὸ τοὺς νεκρούς, τράβα, λοιπόν, νὰ καταποντισθῆς πάλι στοὺς νεκρούς». Εἶπε αὐτὰ καὶ ἀμέσως κατακομμάτιασε τὰ ξόανα.
Τότε οἱ ἱερεῖς ἂναψαν ἀπὸ θυμὸ καὶ ἀνέφεραν στὸν βασιλέα τὴν δεύτερη αὐτὴ καταστροφὴ τὼν θεῶν (ξοάνων). Ἀμέσως διατάσσει ὁ βασιλεὺς νὰ παρουσιασθῆ μπροστά του ἡ θυγατέρα του, καὶ τὴν ἐρώτησε: «Γιατὶ τὸ ἒκανες αὐτό; Γιατὶ κατέστρεψες τοὺς θεούς;». Ἡ δὲ Γαλήνη ἀπάντησε: «Ἑπειδὴ παρασύρεσθε ἀπὸ τὴν φαντασία σας καὶ τοὺς ὀνομάζετε θεοὺς ἐνῶ εἶναι χαλκός, ποὺ μὲ τὸ σμίλευμα μετατρέπεται σὲ εἰκόνα».
Ὁ βασιλεὺς ὃμως τῆς πρόσταξε: «Θυσίασε στοὺς θεούς, μολυσμένο σπέρμα, ποὺ δὲν προέρχεται ἀπὸ μένα». Αύτὴ δὲ τοῦ ἀπάντησε: «Θυσίασα αὐτοὺς ποὺ ἒπεσαν στὰ χέρια μου, ἐὰν ὃμως σοῦ φαίνεται καλό, νὰ καταπιαστῶ καὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους».
Ὁ βασιλεὺς γέμισε πάλι ἀπὸ πάθος, ὁ ἀσεβής, άλλὰ μὴ ἒχοντας τί νὰ κάνη, ἐνῶ ὃλοι θεωροῦσαν γελοίους τοὺς θεούς του ἀλλὰ καὶ ἂξιους χλευασμοῦ, γεμᾶτος πλέον ἀπὸ ὀργὴ καὶ πεῖσμα ὲδωσε ἐντολὴ νὰ παραδοθῆ ὁ μακάριος σὲ μιὰ χήρα γυναίκα για φρούρησι καὶ μὲ σκοπὸ νὰ τὸν προσβάλη.
Προσέξτε ὃμως τὰ παράδοξα ποὺ ἒπραξε ὁ Θεός. Μπῆκε, λοιπόν, ὁ μακάριος στὸ σπίτι τῆς χήρας, στάθηκε ὂρθιος καὶ ἀκούμπησε τὴν πλάτη του σὲ ἓνα ξύλινο στῦλο. Ὃπως ἡ καλὴ καὶ ἀγαθὴ γῆ ποῦ δέχεται τὴν βροχὴ μέσα της καὶ ἀποδίδει δεκαπλάσιο τὸν καρπό της, ἒτσι καὶ ὁ στῦλος μόλις ἂγγιξε τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου, ζωντάνεψε, ἐνῶ εἶχε γεράσει μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, καὶ καταφορτώθηκε μὲ κλαδιὰ καὶ φύλλα. Περνώντας δὲ μέσα ἀπὸ τὸ σπίτι σκέπασε τὰ δωμάτια ποὺ ὑπῆρχαν σὲ αὐτό, σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ ἒχει λεχθῆ, καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκήνωσαν στὰ κλαδιά του[11] .
Παρουσιαζόταν ἒτσι θέαμα εὐχάριστο καὶ χαριτωμένο.
Πολλοὶ ποὺ εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους τὸ παράδοξο αὐτὸ γεγονὸς ἐπίστευσαν στὸν Χριστό.
Ἡ χήρα δὲ γυναίκα ποὺ εἶδε αὐτὸ τὸ γεγονὸς κυριεύθηκε ἀπὸ τρόμο καὶ τοῦ εἶπε: «Βγὲς ἀπὸ μένα, Κύριε, γιατὶ δὲν εἶμαι ἂξια νὰ ὑποδεχθῶ στὸ σπίτι μου τέτοιον ἂνδρα. Ἲσως ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστὸς ἢ ἂγγελος ἢ προφήτης ἢ ἀπόστολος, ἢ τί νὰ πῶ δὲν ξέρω. Βγὲς ἀπὸ τὸ σπίτι μου, σὲ παρακαλῶ. Δὲν εἶμαι ἂξια γιὰ νὰ εἰσέλθης κάτω ἀπὸ τὴν στέγη τοῦ σπιτιοῦ μου»[12] .
Ὁ μακάριος ὃμως τῆς εἶπε: «Ἒχε θάρρος, γυναίκα διότι βρῆκες ἐξαιρετικὴ εὒνοια ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου[13] . Πίστευε στὸν Κύριο, ἐπειδὴ εἶναι μεγάλος, ἐλεήμων καὶ πάρα πολὺ ἂξιος νὰ ὑμνῆται».
Τὴν ἂλλη ἡμέρα οἱ γείτονες, ὃταν εἶδαν τὴν σκιὰ πάνω στὸ σπίτι καὶ τόσο ὑψηλὸ τὸ δένδρο, ἐθαύμασαν καὶ εἶπαν: «Τί εἶναι τὸ θαῦμα αὐτό;». Μερικοὶ δὲ εἶπαν ὃτι ὀ Χαραλάμπης μένει ἐδῶ καὶ γι’αὐτὸ ζωντάνεψε τὸ ξύλο.
Μπῆκαν, λοιπόν, μέσα καὶ εἶδαν τὸν Ἃγιο νὰ κάθεται, νὰ διδάσκη καὶ νὰ μιλᾶ ὡς ἑξῆς. «Εἶσαι μακαρία, γυναίκα, γιατὶ ἐπίστευσες στὸν Χριστό. Εἶσαι μακαρία, γυναίκα, διότι συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου, γιατὶ ὁ Θεὸς δέχεται μὲ χαρὰ αὐτὸν ποὺ μετανοεῖ[14] ».
Τότε τὸν ρώτησαν οἱ ἂνθρωποι: «Γιατί δὲν μᾶς λὲς ἐάν
ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός;». Ὁ Χαράλαμπος ὃμως τοὺς ἀπάντησε: «Λυπηθῆτε με, παιδιά
μου, εἶμαι καὶ ἐγὼ δοῦλος, ὃπως καὶ ἐσεῖς, εἶμαι δοῦλος Χριστοῦ καὶ πράττω αὐτὸ
ἐπικαλούμενος τὸ ὂνομά του».
Τότε ἡ χήρα γυναίκα παίρνοντας θάρρος εἶπε μὲ δυνατὴ φωνή: «Νὰ χαίρης, Χαράλαμπες, ἐσὺ ποὺ πάντα λάμπεις καὶ δὲν χαμηλώνεις καθόλου. Νὰ χαίρης, Χαράλαμπες, ἄσβεστη λαμπάδα. Νὰ χαίρης, Χαράλαμπες, ποὺ εἶσαι μέγιστος ἀπὸ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ. Νὰ χαίρης, Χαράλαμπες, λαμπάδα γεμάτη φῶς. Νὰ χαίρης, Χαράλαμπες, χαρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ φῶς δικό μας, γιατὶ μὲ τὴν διδασκαλία σου πολλοὶ προσῆλθαν στὸν Χριστό». Ἐνῶ ἒλεγε ἡ γυναίκα αὐτά, οἱ ἂνθρωποι ποὺ ἢταν ἐκεῖ ἂγγιξαν τὰ γόνατα τοῦ Ἁγίου, ἐπίστευσαν στὸν Χριστὸ καὶ δέχθηκαν τὸ σωτήριο βάπτισμα.
Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα προστάζει ὁ βασιλεὺς νὰ ὁδηγηθῆ ὁ ἃγιος Χαραλάμπης στὸ κριτήριο βῆμα. Κατέφθασαν ἐκεῖ καὶ αὐτοὶ ποὺ πίστεψαν πρὶν ἀπὸ λίγο στὸν Κύριο, και ἀνέφεραν στὸν βασιλέα τὸ θαῦμα ποὺ ἒκανε ἀλλὰ καὶ πῶς ἀναζωογονήθηκε ὁ στῦλος. Καθὼς ὁ βασιλεὺς ἦταν κυριευμένος ἀπὸ θαυμασμό, τοῦ λέγει ὁ ἒπαρχος Κρίσπος: «Κύριε βασιλεῦ, ὃλοι εἶναι ξεσηκωμένοι ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ κάνει. Πρόσταξε νὰ δοθῆ σὲ αὺτὸν ἡ διὰ ξίφους θανατικὴ ποινή».
Ὁ βασιλεὺς φοβήθηκε ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου καὶ προσπαθώντας νὰ κατευνάση τὴν ὀργὴ ποὺ ἒκαιγε μὲσα του τὴν ἒστρεψε ἐναντίον τοῦ μάρτυρος Χαραλάμπους, καὶ ἐξέδωσε τὴν καταδικαστική του ἀπὸφαση, νὰ κοπῆ δηλαδὴ διὰ ξίφους ἡ πάντιμη κεφαλή του, γιὰ νὰ μὴν προσδεθοῦν καὶ ἂλλοι στὸν Χριστό.
Ὁ Ἃγιος, ὃταν πληροφορήθηκε τὴν ἀπόφασι αὐτὴ, ἒψαλε λέγοντας: «Θὰ σὲ ὑμνήσω, Κύριε, θὰ ψάλλω καὶ θὰ συμπορευθῶ μαζί σου στὴν ἂμωμη ὁδό. Πότε θὰ ἒρθεις πρὸς ἐμένα;[15] ». Ἒτσι γεμᾶτος ἀγαλλίαση ἒφτασε στὸν τόπο στὸν ὁποῖον εὐδόκησε ὁ Θεός νὰ τελειωθῆ αὐτὸς καὶ εἶπε: «Σὲ εὐχαριστῶ, Κύριε ὁ Θεός μου, διότι εἶσαι ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος[16] . Διότι ἐσὺ εἶσαι ποὺ συνέτριψες τὸν διάβολο, ποὺ κατεπάτησες τὸν ἃδη καὶ μᾶς ἀπάλλαξες ἀπὸ τὶς ὀδύνες τοῦ θανάτου. Κύριε ὁ Θεός μου, θυμήσου με στὴν βασιλεία σου»[17] .
Καθὼς προσευχόταν ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοὶ καὶ κατέβαινε πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος μαζὶ μὲ πλῆθος ἀγγέλων[18] . Εἶχε τοποθετηθῆ θρόνος μὲ πολύτιμους λίθους καθ’ὑπερβολὴν ἒξοχος, καὶ κάθησε πάνω σὲ αὐτὸν ὁ Κύριος[19] · εἶπε δὲ πρὸς τὸν μάρτυρα: «Ἒλα, Χαράλαμπες, ὁ δικός μου φίλος, ἐσὺ ποὺ ὑπέφερες πολὺ ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός μου, ζήτησέ μου κάποια παράκλησι καὶ θὰ σοῦ τὴν πραγματοποιήσω».
Ὁ δὲ μακάριος Χαραλάμπης εἶπε: «Μοῦ εἶναι σπουδαῖο, Δέσποτα, ὃτι καταξιώθηκα νὰ δῶ τὴν φοβερή σου δόξα. Κύριε, ἂν συγκατατίθεσαι, θὰ σοῦ ζητήσω νὰ δώσης χάρι στὸ ὂνομά μου. Ὃπου θὰ εὑρίσκεται τὸ λείψανό μου καὶ θὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη μου, ἂς μὴν παρουσιάζεται σὲ ἐκεῖνον τὸν τὸπο πεῖνα ἢ θανατηφόρα ἀρρώστεια, οὒτε νοσηρὸς ἀέρας νὰ προσβάλλη τοὺς καρπούς, ἀλλὰ ἂς ἐπικρατῆ μᾶλλον ἐκεῖ εἰρήνη, ἲασι σωμάτων καὶ σωτηρία ψυχῶν. Νὰ ὑπάρχη ἀκόμη ἂφθονο σιτάρι, κρασὶ καὶ πολλὰ ζῶα κατάλληλα πρὸς χρῆσι. Ἐὰν δὲ εἶναι θέλημά σου, οἱ τόποι ποὺ θὰ ἀξιωθοῦν νὰ λάβουν τὰ ἐνθυμήματα τοῦ μαρτυρίου (τὰ λείψανά μου), νὰ μὴ συμβῆ ἐκεῖ θάνατος βοῶν οὒτε προβάτων οὒτε γενικὰ τετραπόδων ζώων, οὒτε ἀκόμη νὰ συμβῆ κάτι κακὸ στὶς λογικὲς ὑπάρξεις (τούς ἀνθρώπους). Γνωρίζεις, Κύριε, ὃτι εἶναι σάρκα καὶ αἶμα. Συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες αὐτῶν καί χάρισέ τους τὴν ἱκανότητα νὰ χρησιμοποιοῦν τὰ βόδια, ὣστε καλλιεργώντας μὲ φιλοπονία τὴν γῆ, καὶ καθὼς θὰ αὐξάνουν οἱ καρποί, νὰ ἀπολαμβάνουν τὶς καλλιέργειές τους μὲ ἀφθονία. Νὰ δοξάζουν δὲ αὐτὸν ποὺ τοὺς τὰ χάρισε, ἀλλὰ νὰ τιμοῦν καὶ μένα καὶ ἐπειδὴ σὲ παρεκάλεσα, ἀλλὰ καὶ ὡς δικό σου μάρτυρα. Ἀκόμη, τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοὺς χαρίζεις, νὰ εἶναι ἰαματικὸ φάρμακο γι’αὐτούς. Ναὶ Κύριε, δῶσε τὴν χάρι σου σὲ ὃλους».
Ὃταν τὰ εἶπε αὐτὰ ὁ μάρτυς, ἀπάντησε ὁ Κύριος: «Ἂς γίνη ὃπως ἐζήτησες, γενναῖε ἀγωνιστή». Μετὰ ἀνέβηκε ὁ Κύριος στοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ[20] , ἐνῶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους τοὺς ἀκολουθοῦσε, ὃταν ὁ μήνας Φεβρουάριος εἶχε δέκα.
Στὴ συνέχεια οἱ στρατιῶτες ἀνέφεραν στὸν βασιλέα τὴν δόξα τοῦ μάρτυρος, πῶς δηλαδὴ παρουσιάστηκε σὲ αὐτὸν ὁ Κύριος, πῶς ὁ μάρτυς ἀπέθανε πρὶν νὰ τὸν ἀγγίξη τὸ ξίφος, καὶ πῶς εἶδαν τὴν ψυχή του νὰ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό.
Τότε ἡ Γαλήνη, ἡ θυγατέρα τοῦ βασιλέως, ζήτησε τό σῶμα τοῦ ἁγίου μάρτυρος τὸ έτύλιξε σὲ καθαρὰ σεντόνια μαζὶ μὲ ἀρώματα καὶ πολύτιμα μῦρα[21] , καὶ ἒτσι τὸ ἐτοποθέτησε σὲ χρυσῆ θήκη, δοξάζοντας τὸν Θεὸ μὲ πολλὴ σύνεσι, αὐτὴ ποὺ πίστευσε διὰ μέσου αὐτοῦ στὸν Χριστὸ καὶ ἒγινε νύμφη του.
Ἀλλὰ καὶ ὁ βασιλεύς, ἐπειδὴ φοβήθηκε, ἒπαυσε τὸν διωγμὸ καὶ τὴν ἀνάκριση ἐναντίον τῆς θυγατέρας του, κυρίως ὃμως γιατὶ κατάλαβε ἀπὸ πολλὰ γεγονότα πὼς ὁ μεγάλος ἀληθινὸς Θεὸς εἶναι μαζί της.
Αὐτὰ συνέβησαν κατὰ τοὺς καιροὺς ἐκείνους ποὺ ἐτελειώθη ὁ μάρτυς, ὃταν ἦταν βασιλεὺς στὴν Ἀντιόχεια ὁ Σεβῆρος καὶ σὲ μᾶς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Ἑορτάζεται δὲ ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου μας Χαραλάμπους τὴν δεκάτη τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου, σύμφωνα μὲ ἀπόφαση τῶν χριστιανῶν τῆς περιοχῆς.
Ὁ ἃγιος Χαραλάμπης ἳσταται διὰ παντὸς στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Κυρίου, πρεσβεύοντας ὑπέρ ἡμῶν πρὸς τὸν βασιλέα Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, στὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμι, τώρα καὶ πάντα καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἐπιμέλεια
π. Ἀθανασίου Γκίκα
Οἰκονόμου τοῦ Μετοχίου
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΙΜΩΝΟΣ ΠΕΤΡΑΣ
©ΙΕΡΟΝ ΜΕΤΟΧΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Ἑξαδακτύλου 7 -54635 Θεσσαλονίκη
http://www.imach.gr
http://www.imach.gr